- στείρου
- στεί̱ρου , στεῖροςbarrenmasc/fem/neut gen sgστειρόωmake barrenpres imperat act 2nd sgστειρόωmake barrenimperf ind act 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μετρική — Τα αρχαία ποιητικά κείμενα των διάφορων ινδοευρωπαϊκών φυλών παρουσιάζουν ένα ή περισσότερα κοινά χαρακτηριστικά, γεγονός που αποδεικνύει την κοινή καταγωγή τους. Αυτό το δεδομένο οδήγησε, ήδη από τη δεύτερη πεντηκονταετία του 19ου αι., στη… … Dictionary of Greek
στείρωση — η / στείρωσις, ώσεως, ΝΜΑ [στειρῶ, ώνω] η κατάσταση τού στείρου, η έλλειψη ικανότητας για τεκνοποιία νεοελλ. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού στειρώνω, καθιστώ κάποιον ή κάτι στείρο, προξενώ, επιφέρω στειρότητα … Dictionary of Greek
αποθήκιο — Τύπος ασκοκαρπίων των ασκομυκήτων και πολλών λειχήνων. Τα α. έχουν κατά κανόνα σχήμα δισκοειδές ή κυπελλοειδές και μπορεί να έχουν και ζωηρά χρώματα. Το πάνω μέρος τους, συχνά κοίλο, είναι ανοιχτό (εκτεθειμένο στον αέρα) και αποτελείται από ένα… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Σύγχρονη) — Η ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ 19ου & ΤΟΥ 20ού αι. Εξετάζοντας την ελληνική εικαστική δημιουργία σήμερα, μπορούμε να καταλήξουμε στις εξής παραδοχές: α) παρουσιάζει έργα με μεγάλο… … Dictionary of Greek
Λιούις, Χάρι Σινκλέρ — (Harry Sinclair Lewis, Σοκ Σέντερ, Μινεσότα 1885 – Ρώμη 1951). Αμερικανός συγγραφέας. Φοίτησε στο πανεπιστήμιο του Γέιλ και στη συνέχεια εργάστηκε ως ρεπόρτερ σε διάφορες εφημερίδες. Αφού δημοσίευσε μερικά μυθιστορήματα, έγινε γνωστός στην… … Dictionary of Greek
πρωτοπορία — Ο όρος αναφέρεται γενικά σε λογοτεχνικά και καλλιτεχνικά κινήματα που καινοτομούν τόσο στο περιεχόμενο, όσο και στη μορφή. Στον 19o αι. η π. (avant garde) είχε έννοια πολιτική και σήμαινε τα ρεύματα και τις ομάδες της Aριστεράς. Μόνο στις αρχές… … Dictionary of Greek